Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Αναδημοσίευση άρθρου το οποίο γράφτηκε το 2004 και το οποίο δεσπόζει εξαιρετικά επίκαιρο.




Mύθος ότι για την τακτοποίηση των συμβασιούχων το αναθεωρημένο Σύνταγμα είναι εμπόδιο


Το μόνο που χρειάζεται είναι η (μετεκλογική) πολιτική
βούληση


Άρθρο του Χρήστου Νικολοντσόπονλον Δικηγόρου —
Εργατολόγου Νομικού Συμβούλου της Γ.Σ.Ε.Ε.


Η εξαγγελθείσα προεκλογικά, μάλιστα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, δέσμευση του Κυβερνώντος κόμματος δια χειλέων του ηγέτη του και σημερινού πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, έφερε δραματικά στο πολιτικό και κυβερνητικό προσκήνιο το μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό (πρωτίστως και δευτερευόντως νομικό) ζήτημα των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου του ευρύτερου Δημόσιου τομέα. Της μεγάλης εκείνης κατηγορίας (υπολογιζόμενης αριθμητικά σε 250.000 πανελλαδικά) πολιτικών ομήρων - εργαζομένων που ενώ επί χρόνια καλύπτουν με την χαμηλά αμειβόμενη εργασία τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες παράμεναν σε ένα καθεστώς αβεβαιότητας και ανασφάλειας αντικρύζοντας ταυτόχρονα τόσο τον κίνδυνο της λήξης και μη ανανέωσης των συμβάσεων τους όσο και της μερικής απασχόλησης κάποιων αντικαταστατών τους διαλεγμένων από τις μαζικές σρτατιές ανέργων που θα έκαναν το παν για να εξασφαλίσουν έστω και μισή μερίδα από το καζάνι της εργασιακής φασολάδας.
Η δέσμευση αυτή της πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου της χώρας έκανε επίκαιρη για μια ακόμη φορά την θεσμική παρέμβαση της ΓΣΕΕ για



ι

την διαδικασία αποκατάστασης τους σε εφαρμογή και της σχετικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Δυστυχώς η απερχόμενη ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας παρέμεινε πεισματικά απέναντι στο κίνημα των συμβασιούχων και με το ανεκδιήγητο για τις εξαιρέσεις του ΠΔ 81/03 επιχείρησε να καταστρατηγήσει την Οδηγία και να παρατείνει την ομηρία. Ευτυχώς όμως αρωγός της προσπάθειας των συμβασιούχων ήρθε ο νομικός και δικαστικός κόσμος της χώρας και με σειρά θαρραλέων Δικαστικών Αποφάσεων σε όλη την χώρα κατέδειξαν την υποχρέωση άμεσης εφαρμογής της Οδηγίας με μονόδρομο την αποκατάσταση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου ή έργου. Από τις σημαντικές αυτές Αποφάσεις θα ήθελα να ξεχωρίσω δύο πολύ σημαντικές κατά την άποψη μου, οι οποίες τεκμηριωμένα καταρρίπτουν το τελευταίο οχυρό όσων αρνούνται την εφαρμογή της Οδηγίας τον μύθο δηλαδή της εναντίωσης τυχόν εφαρμογής της με το πρόσφατα αναθεωρημένο Σύνταγμα . Πρόκειται για τις υπ αριθ. 236/04 για τους συμβασιούχους του Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων και την υπ αριθ. 380/04 για τους συμβασιούχους μουσικούς του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων που εκδόθηκαν από Δικαστές του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί υποθέσεων που χειρίστηκε το Δικηγορικό μου Γραφείο.



Από συνταγματική σκοπιά, πάνω στο ζήτημα των «συμβασιούχων», ενδιαφέρει κυρίως το άρθρο 103 του Συντάγματος, το οποίο αφορά γενικά στη στελέχωση του δημοσίου τομέα. Με διάταξη που προστέθηκε κατά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση (τέθηκε δηλαδή σε ισχύ στις 7-4-2001, αρκετό διάστημα μετά τη θέση σε ισχύ η Οδηγία 1999/70/ΕΚ, στις 10-7-1999), το άρθρο 103 Σ απαγορεύει τη μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Συγκεκριμένα, η παρ. 8 του άρθρου 103 Σ, ορίζει: ««Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας


ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις αυτές ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». Η απαγόρευση αυτή έχει προκαλέσει σύγχυση και πρέπει σχετικά να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις, δεδομένου ότι από πολλούς (δυστυχώς και εκπροσώπους του Εργατικού Δικαίου !) προβάλλεται ως εμπόδιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος των συμβασιούχων του δημοσίου τομέα.
Ιδιαίτερη σημασία για την ερμηνευτική προσέγγιση της εν λόγω διάταξης αποκτά η παρ. 2 του ίδιου άρθρου (103), η οποία ορίζει: «Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη διάρκεια με σχέση ιδιωτικού δικαίου». Κατά την παρ. 8, στις ανάγκες για τις οποίες είναι δυνατή η πρόσληψη προσωπικού με ορισμένου χρόνου συμβάσεις προστίθενται και οι «πρόσκαιρες». Συγκεκριμένα, στην παρ. 8 ορίζεται: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα για την κάλυψη είτε... είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου Ζ».
Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος προκύπτει λοιπόν σαφώς ότι η πρόσληψη προσωπικού στο δημόσιο τομέα με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου επιτρέπεται μόνο εξαιρετικά και μόνο για την κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών. Επομένως, η κάλυψη με συμβάσεις ορισμένου χρόνου παγίων και διαρκών αναγκών του δημοσίου τομέα παραβιάζει το Σύνταγμα, αφού αντίκειται ευθέως στο άρθρο 103 Σ.
Βάσει, λοιπόν, του άρθρ. 103 Σ, η κάλυψη των αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα μπορεί να γίνεται: (α) κατ' αρχήν με δημοσίους υπαλλήλους (β) με εργαζομένους με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και (γ) εξαιρετικά και μόνο για την κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, με εργαζομένους με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. 0 επιτασσόμενος, επομένως, από το Σύνταγμα τρόπος στελέχωσης του δημοσίου τομέα (κατά το οποίο μόνο εξαιρετικά και μόνο για την κάλυψη ορισμένου χρόνου αναγκών επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου) δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις αξιολογήσεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (που απαγορεύει την κατάχρηση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου) και του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 (που, όπως έχει επικρατήσει να ερμηνεύεται, απαγορεύει επίσης την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών με συμβάσεις ορισμένου χρόνου), εμμένοντας στην αρχή ότι η κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών επιβάλλει τη σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου και μόνο η κάλυψη παροδικών -ορισμένου χρόνου- αναγκών επιτρέπει τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου, πράγμα σύμφωνο εξάλλου με τη φύση τους.
Δεδομένου λοιπόν ότι είναι αντισυνταγματική η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του δημοσίου τομέα, οι συμβάσεις που χαρακτηρίζονται ως ορισμένου χρόνου ενώ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι παράνομες. Το Σύνταγμα επομένως όταν κάνει λόγο για συμβάσεις ορισμένου χρόνου εννοεί εκείνες που καλύπτουν πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες. Το συμπέρασμα αυτό αποκτά καθοριστική σημασία ως προς το αν ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου κατά τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 Σ, των οποίων η μετατροπή σε αορίστου χρόνου απαγορεύεται, νοούνται οι συναφθείσες σύμφωνα με το άρθρ. 103 Σ (εκείνες δηλαδή που το




Α
Σύνταγμα ορίζει ως συμβάσεις ή σχέσεις ορισμένου χρόνου) ή και εκείνες που συνήφθησαν καιά παράβαση της συνταγματικής αυτής διάταξης, χαρακτηρίστηκαν δηλαδή ως ορισμένου χρόνου ενώ στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Κατά μία συνεπή προς τον εαυτό του ερμηνεία του άρθρου 103 παρ. 8 Σ δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αναφέρεται σε συμβάσεις που ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζονται ως ορισμένου χρόνου ενώ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και, ως εκ τούτου, όφειλαν να είναι αορίστου χρόνου. Πρέπει δηλαδή να γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση του άρθρου 103 παρ. 8 Σ αφορά σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται νόμιμα και σύμφωνα με όσα το ίδιο άρθρο ορίζει. Επομένως, η διάταξη αυτή απαγορεύει τη μονιμοποίηση ή τη μετατροπή σε αορίστου χρόνου των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν για την κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών. Δεδομένου, δηλαδή, ότι το άρθρο 103 παρ. 8 Σ αναφέρεται -και με βάση το γράμμα του- στις συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών και παραπέμπει προς τούτο στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σχετική απαγόρευση αφορά μόνο στις «γνήσιες» συμβάσεις ή σχέσεις ορισμένου χρόνου.
Υπό διαφορετική εκδοχή, ότι δηλαδή το άρθρο 103 παρ. 8 Σ απαγορεύει τη μονιμοποίηση ή τη μετατροπή σε αορίστου χρόνου των συμβάσεων που χαρακτηρίστηκαν ως ορισμένου χρόνου κατά παράβαση της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, δημιουργείται ζήτημα εσωτερικής αντίφασης και ασυνέπειας που δεν ανέχεται η έννομη τάξη. Σύμφωνα, λοιπόν, με μια συνεπή προς τις αξιολογήσεις και επιταγές του ερμηνεία του άρθρου 103 Σ, απαγορευμένη είναι η μονιμοποίηση ή η από το νόμο μετατροπή σε αορίστου χρόνου των συμβάσεων ορισμένου χρόνου μέσω των οποίων καλύπτονται πρόσκαιρες κ.λπ. ανάγκες και όχι εκείνων μέσω των οποίων καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, οι οποίες ήδη εξ' αρχής, σύμφωνα με to άρθρο 103, θα έπρεπε να έχουν συναφθεί ως συμβάσεις δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.


Συμπερασματικά:


Η παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που απαγορεύει την «μετατροπή» των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, αναφέρεται μόνο στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται ως ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με το Σύνταγμα και που πράγματι υπηρετούν την κάλυψη πρόσκαιρων κ.λπ. αναγκών. Το Σύνταγμα δηλαδή -κατ' ορθή και συνεπή προς τον εαυτό του ερμηνεία-δεν απαγορεύει την «αναγνώριση» ότι οι συμβάσεις που ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζονται ως «ορισμένου χρόνου» ή «έργου», ενώ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Απαγορεύει μόνο χ η «μετατροπή» των γνήσιων συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου (εκείνων δηλαδή που πράγματι καλύπτουν πρόσκαιρες και λοιπές ανάγκες) σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Άλλωστε η σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του δημοσίου τομέα, παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα, πράγμα που σημαίνει ότι παραβίαση του Συντάγματος συνιστά η διατήρηση του υπάρχοντος μείζονος κοινωνικού προβλήματος των «συμβασιούχων», ενώ αντιθέτως και Συνταγματικά επιβεβλημένη είναι η επίλυση του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου